Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων

См. также в других словарях:

  • αιέν αριστεύειν — Ομηρική έκφραση που εκφράζει τη βαθιά ριζωμένη, φυλετική επιθυμία των ανθρώπων της ομηρικής εποχής, για απόλυτη προσωπική διάκριση και υπεροχή. Σημαίνει να είναι κανείς πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος. Τη συμβουλή«αιέν αριστεύειν και υπείροχον… …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • Iliade — Titelblatt der Iliasausgabe von Theodose Thiel, die in Straßburg am Ende des 16. Jahrhunderts veröffentlicht wurde …   Deutsch Wikipedia

  • Ilias — Manuskript F205 der Biblioteca Ambrosiana in Mailand mit Text und Illustration der Verse 245–253 des achten Buches der Ilias aus dem späten 5. oder frühen 6. Jahrhundert n. Chr …   Deutsch Wikipedia

  • Berthold-Gymnasium Freiburg — Schulform Gymnasium Gründung 1250 Ort …   Deutsch Wikipedia

  • αριστεύω — (AM ἀριστεύω) [άριστος] είμαι ο άριστος, πρωτεύω, επικρατώ σε κάτι σε σύγκριση με τους άλλους («αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων») νεοελλ. παίρνω τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»